- οσφραντικότητα
- [-ης (-ητος)] η чувство обоняния, острота обоняния
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσφραντικότητα — η [οσφραντικός] η ικανότητα τής όσφρησης, η οσφρητική οξύτητα … Dictionary of Greek